- ηλεκτραρνητικός
- -ή, -όο φορτισμένος με αρνητικό φορτίο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ηλεκτραρνητικός — ή, ό 1. χημ. όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει χημικά στοιχεία ή ρίζες, τα άτομα τών οποίων εκδηλώνουν ορισμένη τάση πρόσληψης ηλεκτρονίων στην εξωτερική στιβάδα τους, ώσπου να συμπληρώσουν τον αριθμό τών οκτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην… … Dictionary of Greek
ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… … Dictionary of Greek